πεισιχάλινος

πεισιχάλινος
-ον, Α
(ποιητ. τ.), αυτός που πείθεται, που υπακούει στον χαλινό, στα ηνία, αυτός που σύρεται εύκολα («ἅρματα πεισιχάλινα», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεισι- (< πείθω, πρβλ. πεῖσις [II]), συνθ. τού τύπου τερψίμβροτος, + χαλινός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πείθω — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… …   Dictionary of Greek

  • πεισιχάλινα — πεισιχάλῑνα , πεισιχάλινος obeying the rein neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”